- γενωμένος
- -η, -οο γινωμένος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενωμένος — γενωμένος, η, ο και γινωμένος, η, ο (μτχ. του γίνομαι), ώριμος: Τα φρούτα είναι γινωμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γινωμένος — και γενωμένος, η, ο 1. τελειωμένος 2. ώριμος (για καρπούς), φτασμένος σε πλήρη ανάπτυξη (για το σώμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. τού αορ. έγινα τού ρ. γίνομαι] … Dictionary of Greek
γινωμένος — η, ο βλ. γενωμένος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)